κενεμβατῶ

κενεμβατῶ
κενεμβατέω
step on emptiness
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
κενεμβατέω
step on emptiness
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κενεμβατώ — (Α κενεμβατῶ, έω) (για χειρουργικά εργαλεία) εισδύω σε κοιλότητα και κινούμαι στο κενό αρχ. 1. γλιστρώ, πέφτω πατώντας κατά λάθος στο κενό, σε κοίλωμα ή τρύπα («ἀλλ ὀλίσθημα ποιεῑ καθάπερ κενεμβατοῡσιν», Πλούτ.) 2. μτφ. α) μιλώ χωρίς να σκέπτομαι …   Dictionary of Greek

  • κεν(ο)- — (ΑΜ κεν[ο] και κενε[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) παρουσιάζει έλλειψη ή ανεπάρκεια («κενανδρία», «κενόσαρκος»), β) είναι άδειο («κεναγγία», «κενοτάφιο»), γ) είναι μεταφορικά άδειο, στερείται περιεχομένου… …   Dictionary of Greek

  • κενεμβάτησις — κενεμβάτησις, ἡ (Α) [κενεμβατώ] ιατρ. 1. η διείσδυση σε κοιλότητα 2. η διάλειψη τού σφυγμού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”